πολυετώ

πολυετώ
-έω, Μ [πολυετής]
1. ζω, διαρκώ πολλά έτη
2. καθιστώ κάποιον μακρόβιο («ὁ θεὸς νὰ τὸν πολυετῇ», Καισάρ.)
3. εύχομαι πολλά έτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”